ινκόγνιτο

ινκόγνιτο
ινκόγνιτο και ινκόγκνιτο επίρρ. (λ. ιταλ.), ανεπίσημα, κρυφά: Ο βασιλιάς της Σουηδίας πέρασε ινκόγνιτο από τη χώρα μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινκόγκνιτο — και ινκόγνιτο επίρρ. 1. (για προσωπικότητες) ανεπίσημα, ιδιωτικά 2. (για πράξεις) κρυφά, μυστικά 3. (ως άκλιτο ουσ.) η μυστικότητα πράξης ή ενέργειας ενός επίσημου προσώπου, ο ανεπίσημος χαρακτήρας («επέμεινε να διατηρήσει το ινκόγκνιτο»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”